γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνῳ — γόνος that which is begotten masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνωι — γόνῳ , γόνος that which is begotten masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγονώ — ζωγονώ, έω (Α) πάπ. (για δέντρα) θάλλω, είμαι σε ακμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + γονω ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο γονώ, τεκνο γονώ] … Dictionary of Greek
αγονώ — ἀγονῶ ( έω) (Α) είμαι άγονος, στείρος, άκαρπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γονῶ < γονή] … Dictionary of Greek
δισσογονώ — δισσογονῶ και διττογονῶ ( έω) (Α) γεννώ με δύο τρόπους, είμαι και ζωοτόκος και ωοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γονώ < γονος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
κηρογονία — κηρογονία, ἡ (Α) ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γονία (< γονώ < γόνος < γόνος), πρβλ. θεο γονία, κοσμογονία] … Dictionary of Greek
πρεμνογονώ — έω, Α (για τα συκόδεντρα) γονιμοποιώ με αρσενικά δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + γονῶ (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
ωογονώ — έω, Μ γεννώ αβγά, ωοτοκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + γονῶ (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek